καιροσκοπία

καιροσκοπία
η выжидание удобного момента; использование благоприятной конъюнктуры

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καιροσκοπία" в других словарях:

  • καιροσκοπία — η η ενέργεια του καιροσκοπώ, αναμονή της κατάλληλης ευκαιρίας, καιροφυλάκτηση: Η επιτυχία του οφείλεται στην καιροσκοπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καιροσκοπία — η η αναμονή κατάλληλης ευκαιρίας, η επιδίωξη και εκμετάλλευση ευκαιρίας η οποία είναι πιθανό να παρουσιαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιροσκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • καιροσκοπικός — ή, ό [καιροσκοπία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καιροσκοπία («καιροσκοπική πολιτική»). επίρρ... καιροσκοπικώς με καιροσκοπικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • καιροθέος — καιροθέος, ὁ (Α) καιροσκοπία* …   Dictionary of Greek

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»